«Τώρα τι θες, να τσακωθούμε;»
Κάπως έτσι ξεκινούν οι πιο ανούσιοι καβγάδες μιας σχέσης.
«Όχι, δε θέλω να τσακωθούμε, απλά μου έκανε εντύπωση που…»
«Όχι, δε θέλω να τσακωθούμε, αλλά πώς να μην το σχολιάσω!»
«Όχι, δε θέλω να τσακωθούμε, εσύ το προκαλείς.»
Κι ύστερα αυτές οι ανοησίες δεν έχουν τέλος.
Ξέρεις κάτι;
Ναι, ΘΕΛΩ να τσακωθούμε.
Θέλω σήμερα να ξεχάσω την καλή πλευρά σου.
Τα χάδια σου να με φοβίζουν, τα φιλιά σου να με τρομάζουν, το βλέμμα σου να μοιάζει άγνωστο.
Θέλω να τσακωθούμε γιατί θυμώνω και τον πραγματικό λόγο δε θα στον πω ποτέ.
Ας τσακωθούμε για κάτι χαζό.
Ας με νομίζεις ανώριμη.
Εγώ θα συνεχίζω να επιδιώκω έναν καυγά, έτσι, που και που, από ΘΛΙΨΗ που ποτέ δε θα καταλάβεις ότι όλα τα παράλογα ξεσπάσματά μου έχουν αρχή τον ίδιο, παλιό, αγαπημένο, μισητό πόνο.
Την ίδια θλιβερή ανάμνηση.
Και πλέον την αλήθεια. Το ότι έμαθα τη πλευρά σου.
Γιατί, κάποτε, είχα μια δικαιολογία για όσα έχασα για χάρη σου. Ήσουν ΕΣΥ. Κι αυτό αρκούσε.
Όμως, ο καιρός πέρασε. Σε απομυθοποίησα μέσα μου. Ξέρω ότι δεν είσαι θεός. Ξέρω τις αδυναμίες σου, ξέρω ότι κι εσύ κλαις, κι εσύ δειλιάζεις, κι εσύ κάνεις χαζομάρες όπως όλοι οι άνθρωποι. Ξέρω πότε είσαι στενόμυαλος και πότε αλλόκοτος μέχρι αηδίας.
Κι έτσι ΕΚΛΙΠΑΡΩ τη μοίρα για έναν καυγά, για να ξεφύγω, να πιστέψω ότι νευρίασα με σένα, ενώ νευρίασα με μένα. Γιατί τώρα ξέρω ότι είσαι απλά ένας άνθρωπος, και βλέπω πως δεν το άξιζες. Κι εσύ είσαι ακόμα εδώ, και καμιά φορά είναι φανερό πόσο καλύτερη από σένα είμαι.
Όμως εσύ με έχεις, και δεν έχασες τίποτα.
Κι εγώ κάποτε σε κέρδισα χάνοντας εμένα.
Μη με ρωτάς αν σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ τρελά, με πάθος, σε σκέφτομαι κάθε στιγμή, σε θέλω, ΣΕ ΛΑΤΡΕΥΩ.
Μα…. Επιτέλους, εμένα… μ’ αγαπώ περισσότερο…