Κυριακή 1 Φεβρουαρίου 2009

Αποδημιτικά αισθήματα...


Κοιτάζει γύρω, σκοτάδι. Έξω βροχή όπως και τότε. Όπως και τότε; Δεν θυμάται. Ήταν τόσες φορές. Σίγουρα, ίσως, είναι πιθανό να βρεχε μια απ' αυτές.
Κάτι της έρχεται στο νου και ξαναφεύγει. Σκέφτεται λόγια. Σκέφτεται πρόσωπα. Σκέφτεται κι άλλα. Είναι στο πάτο. Είναι τόσο ψηλά, για πρώτη φορά. Κάνει κινήσεις νευρικές και της λείπουν περισσότερο όλα τα Ίσως και Παραλίγο. Μουρμουρίζει μια μελωδία, σφιγγει γροθιές, φταίει, κι είναι αθώα, και μετανιώνει, και θέλει άλλο ένα λάθος, αλλιώς θα πεθάνει. Άνθρωποι σαν κι αυτή δε ταιριάζουν μ' ανθρώπους σαν κι αυτόν. Κι άνθρωποι σαν κι αυτόν δεν είναι άνρθωποι.
Είναι κουρασμένη. Δε μπορεί άλλο, πως να τα βγάλει πέρα, πως να συγχωρέσει. Πνίγεται και δε θυμάται πια τι ήθελε όταν ξεκίνησε. ΑΝ ξεκίνησε. ΑΝ δεν είναι ακόμα στην αρχή, και κάνει κύκλους γύρω απ' τον εαυτό της και το όνειρο της. Και τον εφιάλτη της. Θέλει να βλάψει. Θέλει να βλάψει ό,τι την περιβάλλει και θέλει να πετάξει και να γυρίσει ολόκληρη τη γη σαν μια κουκκίδα στον ουρανό. Ζηλεύει τα αποδημιτικά πουλιά που μαθαίνουν τις ιστορίες μιας ολόκληρης ζωής στο πέταγμά τους. Εύχεται αυτός ποτέ να μη ξεχάσει όσα του έδωσε. Παίρνει στο λαιμό της κάτι ακόμα κι αγγαλιάζει άλλον ένα εχθρό. Κι αυτός ακούει τους λυγμούς της, μα διστάζει. Δεν έχει τι να πει, δε θέλει να πει κάτι. Φοβάται κι αυτός. Τον παρακαλάει να την ελευθερώσει. Του λέει για το μεγάλο της όνειρο και πως θέλει να πετάξει μακριά. Χαϊδεύει το χέρι του, τον αφήνει να την αγγαλιάσει. Της λέει κάτι γι αγάπη. Όμως αυτή θέλει να πετάξει. Είναι φυλακισμένη, είναι εδώ, είναι ακόμα εδώ. Τον φιλάει, κι έπειτα κλείνει τα μάτια της κι αποκοιμιέται στην αγγαλιά του. Αυτός της χαϊδευει τα μαλλιά, της λέει για στιγμές όμορφες, υπόσχεται να τη κρατάει αγγαλιά ώσπου να ξυπνήσει. όμως αυτή δεν ξυπνάει, δε θα ξυπνήσει ποτέ. Στη πλάτη της φύτρωσαν φτερά κι έγινε πουλί αποδημιτικό, πέταξε κι υποσχέθηκε να μάθει τις ιστορίες κάθε κρυφής γωνιάς. Γλύστρισε κρυφά και πέταξε ψηλά, μακριά από κάθε τι. Είχε σκοπό να μάθει για όλες τις αγάπες, να ακούσει όλες τις σκέψεις, να δει κάθε δακρυσμένο βλέμμα. Δε βιαζόταν πια. Ήξερε, κι ο φόβος τη φοβήθηκε. Θα γύρναγε τη γη και όπου πήγαινε θα άφηνε κι από ένα στίγμα της κάθε μικρής ιστορίας που θυμόταν.

Και πριν φύγει, του υποσχέθηκε.

Κάπου μπλεγμένη ανάμεσα στις άλλες, θα έβαζε και τη δικιά τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου