Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2010

Κανείς, ποτέ...



Η αλήθεια είναι ότι κανείς δε ξέρει ακριβώς τι συνέβη πραγματικά εκείνη τη μέρα.

Κυκλοφορούσαν φήμες, πάντα κυκλοφορούσαν. Ο κόσμος μίλαγε πολύ και κάθε ένας είχε ακούσει ένα διαφορετικό κομμάτι της ιστορίας. Λέγαν, και λέγαν, και οι φήμες οργίαζαν μέρα με τη μέρα. όμως, κανείς δεν ήταν ήξερε με σιγουριά. Κανείς δε θα μπορούσε να ξέρει.

Κι εκείνη ήταν εξαρτημένη από την καταστροφή της. Μία μοναδική φορά αγάπησε, μία μοναδική φορά έχασε τα πάντα. Και από τότε έδειχνε να τιμωρεί τον εαυτό της κάθε μέρα, το ίδιο άσχημα, το ίδιο σκληρά. λες και αν για μια μέρα δε θυμόταν, δε πονούσε, δεν επιζητούσε να ζήσει ξανά τον εξευτελισμό της, θα γινόταν στάχτη στο φως του ήλιου και θα χανόταν.

Στη λέξη καλοκαίρι δε βρίσκω καμιά ευτυχία και καμιά ανεμελιά. Γιατί την είδα να περνάει ένα ολόκληρο καλοκαίρι βρέχοντας τα πόδια της περπατώντας σ' ερημικές παραλίες, τραγουδώντας μελωδίες στη θάλασσα και κλαίγοντας βουβά, μέσα της. Ποτέ δεν άφησε ούτε ένα δάκρυ να κυλήσει στο μάγουλό της. Ποτέ δεν τόλμησε. Περπατούσε για ώρες, σιωπηλή, έχανε την αίσθηση του χρόνου, άκουγε μόνο το κύμα ώσπου να φύγουν όλα απ' το μυαλό της. Και θυμόταν πάλι ποια είναι μόνο όταν αντίκρυζε το ηλιοβασίλεμα.

όμως ο ουρανός της φαινόταν μαύρος και ο ήλιος χρυσός, ένας ήλιος θυμωμένος, έτοιμος να πετάξει τα αγκάθια του σε μια θάλασσα κατακόκκινη για τα δικά της μάτια. Όταν δεν ήταν στη παραλία ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, γυρισμένη στο πλάι, με μάτια ανοιχτά να παρατηρεί επίμονα το κενό μπροστά της. Περίμενε εκείνον, περίμενε τον εαυτό της, μισούσε και τους δύο εξίσου. Αηδίαζε, θύμωνε, έσφιγγε τις γροθιές της. Μισούσε. Ευχόταν να μπορούσε επιτέλους να κλάψει. Και στο τέλος αποκοιμιόταν μέσα σ' λενα παραλήρημα ένοχων σκέψεων και ντροπής.

Και η αλήθεια είναι ότι κανείς δεν έμαθε ποτέ τι ακριβώς της συνέβη. Κανείς ποτέ δεν άκουσε τη χειρότεη δυνατή εκδοχή για το τι της έκανε εκείνος.

Πέθανε έναν οκτώβρη, νέα, όμορφη, άδεια, προδωμένη. Συζητήθηκε για κάμποσο καιρό, είπαν γι' αυτόν, είπαν για 'κείνη, μα ο καιρός κυλάει γρήγορα κι οι ιστορίες ξεχνιούνται.
Κανείς δε μίλησε ξανά γι' αυτή.

Και, κανείς, ποτέ, δεν έμαθε την αλήθεια.

5 σχόλια:

  1. O βουβος πονος καλη μου ο χειροτερος θανατος...
    που σε λιωνει μερα με τη μερα...σαν αναμμενο κερι...
    κανεις δε εμαθε...ουτε και θα μαθει ποτε...
    δε μπορει να καταλαβει,δε μπορει να νιωσει,
    αυτο που σου τρωει σα σαρακι τη ψυχη.

    καλο βραδυ να εχεις!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. κ όμως... το τι έγινε το ήξερε εκείνη, το ήξερε κάθε άστρο... το ήξερε ο ήλιος, κ αυτό ήταν αρκετό...
    συνήθισε να κρύβεται από... ποιον; κ γτ;
    μάλλον αυτό ποτέ δε θα το μάθουμε... η ψυχή αυτή έφυγε, κρύφτηκε, όμως είμαι σίγουρος ότι υπάρχει κάπου βαθιά μέσα σε ένα δάσος...

    καλησπέρα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Μερικές φορές δεν μας ενδιαφέρει τι λένε οι άλλοι για ιτορίες που ζουμε. Αρκεί που ξέρουμε εμεις την αλήθεια... αν και μερικες φορές μας πονα παρα πολύ αυτή η αλήθεια.

    Καλό μήνα να έχεις!!! Με πολλά χαμόγελα!

    "Μυστικά" φιλιά!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. νιωθω πως θελω να αφησω κι εγω κατι, χωρις ομως να ξερω τι να πω.
    Μια απλη καλησπερα, ισως να ειναι αρκετη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή