Σάββατο 27 Μαρτίου 2010

Αν γίνουμε νερό...

Έλα να γίνουμε θάλασσα.

Μπορούμε να ταξιδέψουμε μακριά και όλοι να μας ζηλεύουν.

Να σκορπιστούμε σε κομμάτια άπειρα και μικροσκοπικά, να ενωθούμε και να νικήσουμε τους χειρότερους εφιάλτες.

Να είμαστε ένα, να είμαστε τα πάντα.


Έλα να γίνουμε ποτάμι.

Να μας οδηγεί η μοίρα και να κουβαλάμε πάνω μας στιγμές αιώνων, φωνές ανθρώπων ξεχασμένων. Να νιώσουμε τον αντίλαλο των ατέλειωτων επιθυμιών τους στις ψυχές μας.


Έλα να γίνουμε βροχή.

Να θέλουμε να βλάψουμε, να μη μπορούμε. Να μην είμαστε φτιαγμένοι γι’ αυτό. Να στιγματίζουμε ανθρώπους για δευτερόλεπτα, να ερωτεύονται στην εικόνα μας, να θλίβονται στο άκουσμά μας. Να εξαφανιζόμαστε στις πρώτες αχτίνες του ήλιου. Να μικραίνουμε σιγά-σιγά και να χανόμαστε για πάντα.

Να εμφανιζόμαστε όταν ο ουρανός σκοτεινιάζει, μα να ‘μαστε η αφορμή για τον λαμπρότερο ήλιο.

Αν μ’ αγαπάς μπορείς να γίνεις αέρας κι εγώ να ‘μαι το δικό σου νερό.

Στο ταξίδι μας θα ονειρεύομαι, και θα ταξιδεύουμε για πάντα. Εγώ θα ενθουσιάζομαι κι εσύ θα με πηγαίνεις.

Το ίδιο ταξίδι, κάθε φορά.

Κάθε εικόνα, μια μόνο στιγμή.

Λοιπόν…. Πάμε;

Παρασκευή 19 Μαρτίου 2010

Νυχτερινοί ψίθυροι...


Είναι φορές που τα βήματά σου τα ακολουθούν νυχτερινοί ψίθυροι και οργισμένοι αγέρες.



Τις ίδιες νύχτες, κάπου, μια θολή φιγούρα, σ' έναν ξένο κόσμο, εύχεται να 'χε κοιμηθεί στην αγκαλιά σου.



Σε φιλώ...

Κυριακή 14 Μαρτίου 2010

Σκιά...


Συναντηθήκατε στη σκιά ενός τεράστιου δέντρου ύστερα από μήνες μοναξιάς. αναπάντεχα, απρόσμενα. Σε κοίταξε με μάτια υγρά και σου ψιθύρισε στ' αυτί δυο λέξεις μικρές που όμως πρόβαρε μέσα της νύχτες ατέλειωτες.
"μου λείπεις" .

Κι εσύ, αγκαλιάζοντάς την τρυφερά, τελείως αναπάντεχα, είπες "κι εμένα".

Κι ύστερα τίποτα. απομακρύνεσαι απ΄την αγκαλιά της και φεύγεις.
Χαρίζεις μια στιγμή παράξενης ευτυχίας στη καρδιά της κι εξαφανίζεσαι.

Μη παίζεις, κουράζομαι.
Μη φεύγεις, σε χρειάζομαι.

Μη μείνεις. Σ' ερωτεύομαι....

Τρίτη 9 Μαρτίου 2010

Αν είσαι κάπου εκεί...

Εκείνον τον μεγάλωσαν αιθέρες γεννημένοι μόνο γι’ αυτόν, και άνεμοι παγωμένοι που τον κύκλωναν σε κάθε του λάθος, θυμίζοντάς του ποιος είναι.

Εκείνη τη μεγάλωσαν ξωτικά και όλη της τη ζωή περιπλανιόταν σε ατέλειωτα δάση και σταρένια χωράφια.

Εκείνος είχε όνειρο να αγγίξει τον ήλιο, να σώσει τον κόσμο, να πετάξει ψηλά.

Εκείνη το μόνο που ήθελε ήταν να ταξιδέψει λίγο πιο μακριά. Και αύριο λίγο ακόμα.

Τα δικά του όνειρα απλώνονταν παντού και τα δικά της φυλακίζονταν σε ερινύες και ξόρκια. Τα ξωτικά τη λάτρευαν, δε θα άφηναν ποτέ τη μικρή τους φίλη να ξεφύγει.

Κάποτε οι δρόμοι τους ενώθηκαν και τα σταρένια χωράφια γέμισαν άπειρα κόκκινα τριαντάφυλλα. Οι αιθέρες τον μαλώναν. Δεν ήταν εκεί η θέση του. Αυτός ήταν ένας πρίγκιπας και θα έφτανε τον ήλιο. Το δικό του αίμα έκαιγε, το δικό της ήταν αδάμαστο νερό που δε θα σταματούσε πουθενά.

Δώσανε όρκο.

Μαζί για πάντα, όταν ο ουρανός θα είναι κόκκινος, όταν οι νεράιδες κηρύξουν πόλεμο στη Φύση για τη τολμηρή μας απόφαση, όταν ο κύκλος της ζωής σταματήσει το χρόνο μόνο για χάρη μας.

Ακόμα κι αν πεθάνουμε, μαζί για πάντα.

Εκείνος έβαλε το χέρι στα σωθικά του και της έβγαλε ένα κομμάτι φωτιά, για να τον έχει για πάντα μαζί της.

Κάθε πανσέληνο, αυτή κλεφτά απ’ τις ψυχές του δάσους κι αυτός μακριά απ’ τους ιππότες του, βρισκόντουσαν και ζούσαν τον έρωτα τους. Αυτές οι στιγμές δε θα τελείωναν ποτέ, ποτέ, ποτέ.

Εκείνον τον μεγάλωσαν αιθέρες γεννημένοι μόνο γι’ αυτόν, κι άνεμοι παγωμένοι φυσούσαν στη καρδιά του. Η Αγάπη ήταν ζωή, όμως αυτός ήταν γραφτό να ακολουθήσει τη μοίρα του. Κι η μοίρα γι’ αυτόν ήταν πάνω από ‘κείνη.

Εκείνη τη μεγάλωσαν ξωτικά και έμαθε να πατάει ξυπόλητη τη γη όταν τρέχει. Μισούσε τους αετούς και ο αέρας της προκαλούσε ακαταστασία μέσα της. Η αγάπη ήταν ζωή, κι αυτός είχε φύγει.

Στα σταρένια χωράφια της υπήρχαν μόνο αγκάθια και σκόρπιες κατάρες των μικρών ξωτικών. Οι ερινύες που άλλοτε χορεύαν στα χέρια της, τώρα σαν να έφυγαν μαζί του. Στα ψηλά, μαγικά δέντρα, οι νεράιδες να σχολιάζουν αδιάκοπα τα δάκρυά της.

Ήταν αδύναμη, νομίζανε.

«ας γίνει η φωτιά σου κατάρα κι ας σε κάψει, για να δεις τι άφησες πίσω. κι ας σώζεσαι κάθε φορά πριν πεθάνεις, για να το ζεις ξανά!»

Έχωσε το χέρι της στη τσέπη του φορέματός της, κι έβγαλε το κομμάτι φωτιάς που της είχε απομείνει απ’ το πέρασμά του στη ζωή της.

Τα σταρένια χωράφια της λαμπάδιασαν αμέσως. Τα φτερά των ξωτικών κάηκαν, τα χορτάρια, τα λουλούδια, τα δέντρα, όλα κατέρρευσαν μπροστά στην οργή της.

«τίποτα δικό μου πια. Τίποτα να καταφέρω..»

Μια χρυσαφιά νεράιδα με καμένα φτερά της φώναξε λίγο πριν πεθάνει την απάντηση : «αν τον αγαπάς… αν τον αγαπάς άφησέ τον… και βοήθα το έργο του ομορφαίνοντας τον κόσμο όσο μπορείς…»

Το νερό μέσα της, μεταμορφώθηκε πάλι σε αδάμαστη δύναμη και έσβησε τις φωτιές.

Εκείνη ήταν δύναμη άγνωστη και ομόρφαινε τον κόσμο κάθε μέρα με το χαμόγελό της. Τα λουλούδια άνθισαν και πάλι, τα τριαντάφυλλα γέμισαν τη γη.

Και γι αυτόν δεν άκουσε ποτέ ξανά κανείς.

Αγάπη μου… Αν είσαι κάπου εκεί…

Τον άγγιξες τον ήλιο;

Πέταξες με τα λευκά φτερά σου;

Μήπως , επιτέλους, βρήκες την ευτυχία;

Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2010

Κανείς, ποτέ...



Η αλήθεια είναι ότι κανείς δε ξέρει ακριβώς τι συνέβη πραγματικά εκείνη τη μέρα.

Κυκλοφορούσαν φήμες, πάντα κυκλοφορούσαν. Ο κόσμος μίλαγε πολύ και κάθε ένας είχε ακούσει ένα διαφορετικό κομμάτι της ιστορίας. Λέγαν, και λέγαν, και οι φήμες οργίαζαν μέρα με τη μέρα. όμως, κανείς δεν ήταν ήξερε με σιγουριά. Κανείς δε θα μπορούσε να ξέρει.

Κι εκείνη ήταν εξαρτημένη από την καταστροφή της. Μία μοναδική φορά αγάπησε, μία μοναδική φορά έχασε τα πάντα. Και από τότε έδειχνε να τιμωρεί τον εαυτό της κάθε μέρα, το ίδιο άσχημα, το ίδιο σκληρά. λες και αν για μια μέρα δε θυμόταν, δε πονούσε, δεν επιζητούσε να ζήσει ξανά τον εξευτελισμό της, θα γινόταν στάχτη στο φως του ήλιου και θα χανόταν.

Στη λέξη καλοκαίρι δε βρίσκω καμιά ευτυχία και καμιά ανεμελιά. Γιατί την είδα να περνάει ένα ολόκληρο καλοκαίρι βρέχοντας τα πόδια της περπατώντας σ' ερημικές παραλίες, τραγουδώντας μελωδίες στη θάλασσα και κλαίγοντας βουβά, μέσα της. Ποτέ δεν άφησε ούτε ένα δάκρυ να κυλήσει στο μάγουλό της. Ποτέ δεν τόλμησε. Περπατούσε για ώρες, σιωπηλή, έχανε την αίσθηση του χρόνου, άκουγε μόνο το κύμα ώσπου να φύγουν όλα απ' το μυαλό της. Και θυμόταν πάλι ποια είναι μόνο όταν αντίκρυζε το ηλιοβασίλεμα.

όμως ο ουρανός της φαινόταν μαύρος και ο ήλιος χρυσός, ένας ήλιος θυμωμένος, έτοιμος να πετάξει τα αγκάθια του σε μια θάλασσα κατακόκκινη για τα δικά της μάτια. Όταν δεν ήταν στη παραλία ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, γυρισμένη στο πλάι, με μάτια ανοιχτά να παρατηρεί επίμονα το κενό μπροστά της. Περίμενε εκείνον, περίμενε τον εαυτό της, μισούσε και τους δύο εξίσου. Αηδίαζε, θύμωνε, έσφιγγε τις γροθιές της. Μισούσε. Ευχόταν να μπορούσε επιτέλους να κλάψει. Και στο τέλος αποκοιμιόταν μέσα σ' λενα παραλήρημα ένοχων σκέψεων και ντροπής.

Και η αλήθεια είναι ότι κανείς δεν έμαθε ποτέ τι ακριβώς της συνέβη. Κανείς ποτέ δεν άκουσε τη χειρότεη δυνατή εκδοχή για το τι της έκανε εκείνος.

Πέθανε έναν οκτώβρη, νέα, όμορφη, άδεια, προδωμένη. Συζητήθηκε για κάμποσο καιρό, είπαν γι' αυτόν, είπαν για 'κείνη, μα ο καιρός κυλάει γρήγορα κι οι ιστορίες ξεχνιούνται.
Κανείς δε μίλησε ξανά γι' αυτή.

Και, κανείς, ποτέ, δεν έμαθε την αλήθεια.

Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2010

...

δε δένομαι, στο έχω ξαναπεί.
Δε θα δεθώ μαζί σου γιατί μια μέρα θα σε χάσω.
Δεν θα γίνεις τίποτα για μένα παρά μόνο μια παρέα.
Γιατί το δέσιμο κοστίζει.
Η αγάπη μπερδεύει.
Η εμπιστοσύνη πληρώνεται ακροιβά.
Η φιλία πεθαίνει.

Και στο δρόμο που άφησα πίσω μου πέθαναν κάμποσες φιλίες, και στο δρόμο μπροστά μου έχουν να γεννηθούν και να πεθάνουν άλλες τόσες.

Πρόκειται να δεθώ, πρόκειται να εμπιστευτώ, πρόκειται να μπερδευτώ και στο τέλος η φιλία να σβήσει αργά με το χρόνο ή αστραπιαία με λόγια σκληρά.


Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2010

Προσπάθησα να τη σώσω...

Προσπάθησα να τη σώσω.
Προσπάθησα να της πω ότι κάνει λάθη.
Την έβλεπα μπερδεμένη και ξέρω ότι είχα το χρόνο να την κάνω να δει. Όμως, δεν ενδιαφέρθηκα όσο έπρεπε. Την έβλεπα να πέφτει όλο και πιο χαμηλά, όμως πίστευα ότι δε θα γίνει χειρότερα.
Προσπάθησα να τη σώσω με λάθος τρόπο.
Άκουγα να περιγράφει τα λάθη της κι ύστερα την έκρινα, μα δεν καταλάβαινε, φυσικά και δεν καταλάβαινε. Έπρεπε να της δείξω το τρόπο να βρει το δρόμο της, όχι να της υποδείξω έναν άλλο δρόμο απ' αυτόν που διάλεξε.
Ποιος θα παραδεχόταν ετσι απλά ότι κάνει λάθη ζωής;

Με κοίταζε και τα μάτια της ήταν γεμάτα πόνο, θυμό, θλίψη, φιλοδοξία, και, κατά ένα περίεργο τρόπο, γεμάτα όνειρα.
Νόμιζε ότι της μιλούσα για τη καταστροφή της απλά για να τονίσω το ότι η δική μου ζωή δεν ήταν έτσι.
Αυτό όμως που ποτέ δεν έμαθε ήταν ότι προσπάθησα να τη σώσω επειδή κάποτε ήμουν κι εγώ εκεί.
Προσπάθησα να τη σώσω γιατί εμένα δεν προσπάθησε κανείς να με σώσει.
ήμουν τυχερή και τα κατάφερα.
Αυτή όμως;
Θα ήταν;
Θα έβλεπε ποτέ που βρίσκεται;
Θα προλάβαινε να γυρίσει πίσω;

Μια μέρα μίλαγε για τη ζωή της και περιέγραφε τα γεγονότα σχεδόν αδιάφορα, σαν να έλεγε το μυστικό κάποιου που αντιπαθούσε, αλλά που το έχει πει σε τόσους πολλούς που πλέον το βαρέθηκε και δεν έχει κανένα νόημα.

Τη κοίταζα όπως κάθε φορά στα μάτια, δεν τη λυπόμουν, με εμπόδιζε ο σεβασμός που ένιωθα απλά και μόνο επειδή ήταν μια ξεχωριστή προσωπικότητα σ' αυτό το κόσμο.

Ξαφνικά σώπασε και περίμενε να πω εγώ κάτι.
Κι εγώ απλώς τη ρώτησα πως νιώθει για όλα αυτά.


έριξε το βλέμμα της στο πάτωμα, σταμάτησε να είναι εκεί. Και λίγες στιγμές μετά σήκωσε το κεφάλι της και είπε με βλέμμα κενό "υπέροχα".

Προσπάθησα να τη σώσω.
Πίστευα για καιρό ότι τα κατάφερα.
Το πρόσωπό της πήρε και πάλι χρόμα ροδαλό και ήταν ευτυχισμένη την κάθε της μέρα.
Πέρασαν μήνες και συνέχισε να είναι εντάξει.
Σκέφτηκα ότι τα κατάφερα.

Ένα πρωί ήρθε και με βρήκε να μου μιλήσει ιδιεταίρως.
Τα μάτια της ήταν ξανά κομμένα και το δέρμα της θαμπό.
Είχε πανέμορφα ξανθά μαλλιά κι όμως επέλεγε να τα έχει πιασμένα σε έναν αχτένιστο ανακατεμένο κότσο.

Χωρίς να με αντικρύσει ούτε μια φορά στο πρόσωπο, μου το είπε με βέβαιη φωνή, λες και το πρόβαρε καιρό πριν.

"Δεν ανήκω εδώ. Ποτέ δεν άνηκα. Φεύγω."

Τη δευτέρα δεν ήταν εκεί. Ούτε την τρίτη. Ούτε την επόμενη βδομάδα, ούτε τον επόμενο μήνα.
Δεν μου έλλειψε καθόλου.
Δεν τη λυπήθηκα ούτε θύμωσα, γιατί απλώς δεν ενδιαφέρθηκα.
Για καιρό.

Μέχρι που τη παραμονή πρωτοχρονιάς έπιασα τον εαυτό μου να τη σκέφτεται και να στεναχωριεται.
Και στεναχωριόμουν γιατί δεν ήταν μόνο αυτή, δεν ήταν μόνο μία, ήταν αμέτρητες κοπέλες, σε ολόκληρο το κόσμο.
Ήμουν κι εγώ κάποτε, ακόμα κι αν δε θυμάμαι πια αν ήταν με ή χωρίς τη δική μου θέληση.

Προσπάθησα να τη σώσω.
Πρέπει όμως να μάθω, πρέπει να το αποδεχτώ επιτέλους.

Κάποιοι άνθρωποι δεν θέλουν να σωθούν.
Κάποιοι άνθρωποι είναι κάπως διαφορετικοί, με έναν τρόπο που δεν θα καταλάβω ποτέ.
Κάποιοι άνθρωποι, μπορούν να αναπνεύσουν μόνο μέσα απ' το χαμό τους.

Και είμαι αδύναμη να κάνω κάτι.

Αντίο σας...
Σε όλους εσάς που χαθήκατε, για τους δικούς σας λόγους, με το δικό σας τρόπο...
Κάποιοι απ' αυτούς που αφήσατε πίσω θα σας θυμούνται πάντα, θα σας νοσταλγούν, το υπόσχομαι.

Αντίο.


Για εκείνη τη ξανθιά πρασινομάτα που συνήθιζε να διαβάζει ποιήματα κάτω απ' τα πεύκα, και που δεν θα τη ξαναδώ ποτέ... Με αγάπη.